
Μια αναφορά με αφορμή «Το δικαίωμα στην τεμπελιά» (1906) του Πώλ Λαφαργκ.
«Η δουλειά απορροφάει όλο τον χρόνο και δεν αφήνει περιθώριο για την Πολιτεία και τους Φίλους.»
Νευρικές κινήσεις και σπρωξίματα. Στριμωγμένοι σα σαρδέλες στο κουτί της μαζικής μεταφοράς τους. Το ελάχιστο οξυγόνο.
Εκείνη η μέρα ξεκίνησε στις έξι και τέταρτο το πρωί. Στο τρένο. Στο μετρό. Στη στάση του Λεωφορείου. Έξω βρέχει και κάθομαι στο τελευταίο βαγόνι του συρμού προς Πειραιά. Τα μάτια μου τσούζουν και νυστάζω. Απέναντι μου ένας μεσήλικας με μια πορτοκαλομπλέ φόρμα ακουμπά το γερμένο του κεφάλι πάνω στο παράθυρο. Εργάτης μάλλον σε εργοστάσιο. Έχει αποκοιμηθεί. Σε λίγο θα πρέπει να κατέβει αλλά αν δεν τον σκουντήξει κάποιος θα συνεχίσει να ονειρεύεται καθιστός.
Βρέχει και δε κρατώ ομπρέλα. Κόσμος ανεβοκατεβαίνει το δρόμο πάνω, κάτω σα τρελός. Άδεια βλέμματα στραμμένα στο κενό. Κάποιοι περπατάνε με σκυφτό το κεφάλι. Ο αυτόματος πιλότος θα τους οδηγήσει στον τελικό τους προορισμό. Σε λίγο κάποιοι θα κάθονται πίσω από το μικρό ή μεγάλο γραφείο τους, κάποιοι άλλοι θα στέκονται όρθιοι για το υπόλοιπο μισό της μέρας, θα εξυπηρετούν πελάτες, θα δέχονται και θα δίνουν προσταγές, θα σκύβουν το κεφάλι, θα λένε ψέματα, θα χάνονται μέσα σε ανούσιους κουραστικούς διαλόγους. Τα πρόσωπά τους είναι χλωμά και τα μάτια τους κόκκινα πρησμένα. Οι γυναίκες ξέρουν να τα κρύβουν καλά κάτω από το σκληρό μέικ απ τους. Αγορασμένα καλλυντικά μαζικής κατανάλωσης από υπέρ μεγέθη καταστήματα. Γυναίκες εργαζόμενες, μητέρες εργαζόμενες. «…Μαραμένα λουλούδια ξεθωριασμένα χρώματα με νερωμένο αίμα, με χαλασμένο στομάχι με ξεχαρβαλωμένα μέλη! Δε γνώρισαν εύκολα τη μεθυστική ηδονή ούτε μπορούν ποτέ να διηγηθούν χαρούμενα πως «έσπασε το κοχύλι τους»… μας λένε ότι η εποχή μας είναι ο αιώνας της δουλειάς. Στην πραγματικότητα είναι ο αιώνας της θλίψης, της αθλιότητας και του ξεπεσμού...». Αυτά είναι λόγια γραμμένα για τις γυναίκες των αρχών του εικοστού αιώνα. Ίσως να μην είναι τόσο σκληρές οι συνθήκες σήμερα γι’ αυτές, όμως ο χρόνος σβήνεται μέσα στην καθημερινή ρουτίνα της εργασίας, αφήνοντας στο πέρασμα του ρόζους σε κουρασμένα χέρια, φλεβίτιδες σε κουρασμένα πόδια, εγκεφαλικά σε κουρασμένα μυαλά και εμφράγματα σε κουρασμένες καρδιές.
Ο ελεύθερος χρόνος. Ο χρόνος για την προσωπική ολοκλήρωση, κλεμμένος και ο κλέφτης δεν καταζητείται.
Σε λίγο θα στηθώ ανάμεσα σας και θα πω το ποίημα. Θα φορέσω και σήμερα το χαμόγελο μου, θα αρχίσω τις ερωτήσεις στον άνθρωπο που θα συναντήσω θα προσπαθήσω να δείξω πως με ενδιαφέρει αυτό που με αφήνει παντελώς αδιάφορη. Θα το κάνω γιατί έτσι πρέπει να γίνει. Κι αν κάποιος μου κλείσει το δρόμο την ώρα που βιάζομαι να φτάσω στο ραντεβού μου θα θυμώσω, θα γκρινιάξω και ίσως βρίσω τον περαστικό που κατά λάθος θα με εμβολίσει με την ομπρέλα του. Θα δείξω τα δόντια μου κι ας το μετανιώσω μετά.
Κοιτάζω μέσα στα μάτια του Τάκη. Μαύροι κύκλοι. Μπηγμένα μέσα στο στρογγυλό, αδυνατισμένο του πρόσωπο σχεδόν δε φαίνεται πως υπάρχουν στη θέση τους. Ξενυχτισμένος εδώ και μέρες προσπαθεί να τα καταφέρει με τις δυο δουλειές. Μόλις ξέκλεψε ένα πεντάλεπτο ν’ ακούσει την αγαπημένη του μουσική πριν αρχίσει πάλι την παρακολούθηση του επιβλητικού κτηρίου. Πρέπει να πληρωθώ τον μισθό μου κι αυτό μου κοστίζει σε χρόνο και χώρο καθώς το λογιστήριο απέχει από την εταιρία. Κι αφού το κάνω διαπιστώνω τα μικρά κέρδη που καταθέτω στην τράπεζα και τις μεγάλες ζημιές μου. Όλα κοστίζουν σήμερα όταν θα βγεις στο δρόμο. Η καραμέλα που ζήλεψες, η τυρόπιτα που λιγουρεύτηκες, το νερό που θα πιεις, η καλημέρα που θα σου πει ο διπλανός. Αν κι αυτή μπορούσε να κοστολογηθεί θα λέγαμε καλημέρα και θα ζητάγαμε ένα ευρώ πίσω. Υπάρχουν βέβαια κι αυτοί που σου τη λένε γιατί πληρώνονται. Οχτώ με δώδεκα ώρες καθημερινά. Για να επιβιώσεις εσύ και να πλουτίζει ο νωθρός εργοδότης σου.
Κατευθυνόμενη ανθρώπινη μάζα, για να γεμίζει δρόμους, μέσα μεταφοράς, καταστήματα υποδημάτων κι ένδυσης, χώρους μαζικής εστίασης, χώρους διασκέδασης, ξενοδοχεία, σούπερ μάρκετ. Μερικοί το λένε ποιότητα ζωής. Κάποιοι το ονομάζουν βιομηχανία μαζικής κουλτούρας (Αντόρνο-Χορκχάϊμερ). Ό,τι κερδίζεις το δίνεις πίσω.
Σ’ αυτήν την πόλη οι πολυκατοικίες είναι ψηλά χτισμένες για να μη βλέπουμε τον ήλιο. Γκρι μουντάδα και βρωμιά στους δρόμους. Μοναξιά κι ανοησία συνυπάρχουν μέσα στα ατομικά κλουβιά που ονομάζουμε διαμερίσματα. Όταν βραδιάζει όλοι σαν τα ποντίκια κλείνονται στη φάκα τους, νοσώντας με τον μικροαστισμό της εμπριμέ πιτζάμας, τρώγοντας ότι πιο βρώμικο υπάρχει μπροστά στο βόθρο της εικονικής πραγματικότητας της τηλεόρασης. Ο πολιτισμός. Ο ανθρώπινος πολιτισμός. Είναι αυτός που μάλλον διακρίνω στην ανυπαρξία της ανθρώπινης ζεστασιάς, στα παγωμένα βλέμματα, στην καταστροφή του περιβάλλοντος, στις συρμάτινες κεραίες των πολυκατοικιών που σουβλίζουν το φεγγάρι, στα τσιμεντένια σπίτια μας, στην προστασία του πολύτιμου εγωισμού μας. Σε μια εποχή που υπάρχουν τα πάντα, που όλα πωλούνται και αγοράζονται τρέχουμε για να προλάβουμε, να πιάσουμε αυτό που κάποτε λεγόταν αμερικάνικο όνειρο. Ροζ δωματιάκια με πουπουλένια στρώματα. Γυμνά πανέμορφα γυναικεία κορμιά σε στριπτιτζάδικα, με τόνους από άρωμα λικνίζονται μπροστά στα λάγνα βλέμματα των εραστών αναζητώντας τα όσα θα πληρώσουν για λίγα λεπτά ευτυχίας. Όλα είναι εδώ στα πόδια σου. Βλέπεις τα πάντα μα δε μπορείς να έχεις τίποτα. Το καρότο μπροστά και συ ο γάιδαρος που τρέχεις να το φας. Και δεν είναι κάτι καινούριο. Το ξέρεις. Και αν δε θέλεις να διαλέξεις το παιχνίδι αυτό, ίσως βγεις ο χαμένος εδώ σ’ αυτόν τον μικρόκοσμο της καθολικής υστερίας.
«..Γιατί όποιος δίνει τη δουλειά του μ΄ αντάλλαγμα το χρήμα, πουλιέται και υποβιβάζει τον εαυτό του στην τάξη των δούλων...»
(Κικέρων, Περί Καθηκόντων 1, μ.2, κεφ.42).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου